θρησκεύω

θρησκεύω
(ΑΜ θρησκεύω)
1. νεοελλ. (μέσ. θρησκεύομαι)
εκτελώ τα θρησκευτικά μου καθήκοντα, πιστεύω στα δόγματα τής θρησκείας και μετέχω στα μυστήρια ή στις τελετές
μσν.-αρχ.
1. θεωρώ ως ιερό, λατρεύω
2. πιστεύω, αποδέχομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εφόσον το επίθ. θρήσκος είναι μεταρρηματικό και υστερογενές, ως βάση για τον σχηματισμό τού θρησκεύω θεωρήθηκαν τύποι που διασώζονται ως γλώσσες στον Ησύχιο θρήσκω
νοώ και θράσκειν
αναμιμνήσκειν, οι οποίες και πιστοποιούν την ιωνική προέλευση τού ρήματος. Επίσης απαντά αόρ. με ασθενή βαθμίδα εν-θρείν
φυλάσσειν (Ησύχ.) καθώς και επίθ. α-θερές, ανόητον, ανόσιον. Οπωσδήποτε αυτή η ερμηνεία προϋποθέτει ότι η αρχική σημ. τού ρ. ήταν «φυλάσσω, τηρώ, ακολουθώ» και αργότερα προσέλαβε την ειδικότερη σημ. «τηρώ μια θρησκευτική πράξη».
ΠΑΡ. θρησκεία, θρήσκευμα, θρήσκος
αρχ.
θρησκεύσιμος, θρήσκευσις, θρησκευτήριον, θρησκευτής
νεοελλ.
θρησκευτικός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • θρησκεύω — perform religious observances pres subj act 1st sg θρησκεύω perform religious observances pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρησκεύω — και θρησκεύομαι εκτελώ τα θρησκευτικά μου καθήκοντα: Λίγοι άνθρωποι σήμερα θρησκεύουν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θρησκεύετε — θρησκεύω perform religious observances pres imperat act 2nd pl θρησκεύω perform religious observances pres ind act 2nd pl θρησκεύω perform religious observances imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρησκεύσουσι — θρησκεύω perform religious observances aor subj act 3rd pl (epic) θρησκεύω perform religious observances fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) θρησκεύω perform religious observances fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρησκεύσουσιν — θρησκεύω perform religious observances aor subj act 3rd pl (epic) θρησκεύω perform religious observances fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) θρησκεύω perform religious observances fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρῃσκεύετε — θρησκεύω perform religious observances pres imperat act 2nd pl θρησκεύω perform religious observances pres ind act 2nd pl θρησκεύω perform religious observances imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρηισκευόντων — θρησκεύω perform religious observances pres part act masc/neut gen pl θρησκεύω perform religious observances pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρηισκεύουσι — θρησκεύω perform religious observances pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) θρησκεύω perform religious observances pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρησκευομένων — θρησκεύω perform religious observances pres part mp fem gen pl θρησκεύω perform religious observances pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρησκευόμενον — θρησκεύω perform religious observances pres part mp masc acc sg θρησκεύω perform religious observances pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”